- συνθέται
- συνθέτᾱͅ , σύνθετοςput togetherfem dat sg (doric aeolic)συνθέτηςcomposermasc nom/voc plσυνθέτᾱͅ , συνθέτηςcomposermasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθεταί — σύνθετος put together fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθεται — σύνθετος put together fem nom/voc pl συντίθημι place aor subj mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθέτης — ο, ΝΑ, θηλ. συνθέτρια Ν [συντίθημι] νεοελλ. 1. μουσουργός 2. στοιχειοθέτης αρχ. 1. συγγραφέας 2. φρ. «συνθέτης λόγων» ο πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («οὐκ οἶδα οὔτε ποιητὴν οὔτε ὅσοι λόγων συνθέται», Παυσ.) … Dictionary of Greek